σαυρίδι

σαυρίδι
Λέγεται και σαφρίδι. Ψάρι της οικογένειας των Καρανγκιδών, της υπόταξης των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι τράχουρος ο γνήσιος. Το μήκος του σ. φτάνει τα 25 - 40 εκ. Μοιάζει με το σκουμπρί, αλλά δεν έχει, όπως εκείνο, χωριστά μικρά πτερύγια πίσω από το ραχιαίο και εδρικό πτερύγιο. Στα πλάγια, σε όλο το μήκος του σώματος του, το σ. έχει μια γραμμή θωρακισμένη με ακανθοπτερύγια. Το χρώμα του είναι κυανωπό στη ράχη και γκριζοασημί στα πλευρά και στην κοιλιά, θεωρείται ψάρι μέτριας ποιότητας. Ψαρεύεται στον Ατλαντικό, στη Μάγχη και στη Μεσόγειο και αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες.
* * *
το / σαυρίδιν, ΝΜ, και σαβρίδι και σαφρίδι και σταυρίδι Ν
κοινή σήμερα ονομασία 11 ειδών περκόμορφων ιχθύων τού γένους τράχουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σαυρ-ίδιον, υποκορ. τών σαύρα / σαῦρος* «είδος ψαριού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαυρίδι — σαυρίδι, το και σαφρίδι, το είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαβρίδι — το, Ν ζωολ. βλ. σαυρίδι …   Dictionary of Greek

  • σαμπανιός — ο, Ν ζωολ. το νεαρό άτομο τού ψαριού σαυρίδι …   Dictionary of Greek

  • σαφρίδι — το, Ν βλ. σαυρίδι …   Dictionary of Greek

  • σαύρος — ο / σαῡρος, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ιχθύων τής οικογένειας μυκτοφίδες τής τάξης μυκτοφιοειδείς αρχ. 1. σαύρα 2. το ψάρι σαυρίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. σπάνιος τ. τού σαύρα*] …   Dictionary of Greek

  • σταυρίδι — το, Ν βλ. σαυρίδι …   Dictionary of Greek

  • σαφρίδι — το βλ. σαυρίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”